- ηθικισμός
- ο(φιλοσ.)1. αυστηρή προσήλωση στους ηθικούς ή θρησκευτικούς κανόνες, πουριτανισμός, αυστηρότητα, εγκράτεια2. (κατά τον Καντ) η θεωρία που αρνείται να αναγνωρίσει ηθική αξία σε πράξεις καθοριζόμενες από άλλα κίνητρα, εκτός από τον σεβασμό προς τον νόμο. Ηθική αξία έχει αποκλειστικά και μόνο η πράξη που υπαγορεύεται από το καθήκον.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rigorisme «πολύ αυστηρή ηθική, αυστηρή προσήλωση στους κανόνες»)].
Dictionary of Greek. 2013.